- κέγχρω
- κέγχροςmilletmasc nom/voc/acc dualκέγχροςmilletmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέγχρῳ — κέγχρος millet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέγχρωι — κέγχρῳ , κέγχρος millet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίνη — μελίνη, ἡ (Α) 1. το φυτό κέγχρος ο ιταλικός («τοῡ δὲ θέρεος σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον χρηΐσκοντο τῷ ὕδατι», Ηρόδ.) 2. στον πληθ. αἱ μελῑναι τόπος κατάφυτος από μελίνες («τέλος δὲ και μικροὶ ὀχετοί, ὥσπερ ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐπὶ τὰς μελίνας», Ξεν.)… … Dictionary of Greek